- ψώνι
- το (чаще πλ. ) покупка; закупка;
κάνω ψώνια — делать покупки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω ψώνια — делать покупки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψώνι — το, Ν βλ. ψώνιο … Dictionary of Greek
ψώνι — το 1. ό,τι αγοράζει κανείς: Σήμερα έκανα πολλά ψώνια. 2. αυτός που εύκολα εξαπατάται, αφελής, κορόιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψούνι(ο) — το, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψώνι(ο) … Dictionary of Greek
ψώνιο — και ψώνι και ψούνι(ο), το, Ν 1. ό,τι αγοράζει κανείς («βγήκε για ψώνια») 2. μτφ. α) άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής β) άνθρωπος ψηλομύτης, φαντασμένος 3. φρ. «έχει ψώνιο [με κάτι]» έχει παθολογική αδυναμία σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μσν. ὀψώνιον… … Dictionary of Greek
ψώνιο — το βλ. ψώνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)